λυμεών — λῡμεών , λυμεών destroyer masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυμέων — λῡμέων , λύμη outrage fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PERDA, a PERDO — qui perdit vel Perditor, Graece φθορεὺς, apud Treb. Pollionem in Trig. Tyrannis, c. 18. Aureolus. Quietum Macriani filium, quem perdam suum esse dicebat. Ubi prius legebatur proedam. Sed Palatinus liber planis et min8me dubiosis literis exaratum… … Hofmann J. Lexicon universale
απατεώνας — ο (AM ἀπατεών, ο, το αρχ. κ. ως επίθ., άπατεών, ο, η) αυτός που εξαπατά τους άλλους, δόλιος πανούργος αρχ. ως επίθ. ο απατηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < απάτη + (κατάλ.) εών, η οποία σε σπάνιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται προς δήλωση του προσώπου, το οποίο… … Dictionary of Greek
λυμεωνεύομαι — (Α) [λυμεών] έχω τη διάθεση να ενεργήσω ως λυμεώνας, καταστρεπτικά («οὗτοι μὲν οὖν λυμεωνευόμενοι ταῡτα καὶ τὰ τοιαῡτα συνεβούλευον», Πολ.) … Dictionary of Greek
λύμη — λύμη, ἡ (Α) 1. άσχημη, προσβλητική μεταχείριση, κακοποίηση με λόγια και με έργα 2. βλάβη, φθορά, καταστροφή, όλεθρος («ὧν διαφθειρομένων οὐκ ἂν γίγτοιτο μεγάλη λύμη τῇ πόλει», Πλάτ.) 3. ρύπος, ακαθαρσία, λύμα («καθάπερ γὰρ σιδήρῳ μὲν ἰός, ξύλοις… … Dictionary of Greek
λυμεῶνα — λῡμεῶνα , λυμεών destroyer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυμεῶνας — λῡμεῶνας , λυμεών destroyer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυμεῶνες — λῡμεῶνες , λυμεών destroyer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυμεῶνι — λῡμεῶνι , λυμεών destroyer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)